- ποδιστά
- επίρρ. мор. по ветру;
παίρνω (τη) βόλτα ( — или γυρίζω) ποδιστά — разворачиваться по ветру
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παίρνω (τη) βόλτα ( — или γυρίζω) ποδιστά — разворачиваться по ветру
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ποδιστά — Ν επίρρ. ναυτ. με αλλαγή πορείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδίζω, μέσω ενός ρηματ. επιθ. *ποδιστός] … Dictionary of Greek
γυρίζω — (Μ γυρίζω) 1. [γύρος] 1. περιέρχομαι, περιοδεύω 2. στρέφω κάποιον ή κάτι 3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι 4. κάνω κάποιον να επιστρέψει 5. αλλάζω κατεύθυνση 6. αλλάζω διαθέσεις 7. επιστρέφω, επανέρχομαι νεοελλ. 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. εκτρέπω,… … Dictionary of Greek